- σαγρέ
- το, και σαγρές, ο, Ν1. είδος κατεργασμένου δέρματος από δορά ίππου ή όνου το οποίο είναι εύκαμπτο και αδιάβροχο και έχει επιφάνεια κοκκώδη2. κοκκώδης επιφάνεια επιχρίσματος οικοδομής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sahre «βράχος»].
Dictionary of Greek. 2013.